ιμπρεσιονίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιμπρεσιονίστρια | οι | ιμπρεσιονίστριες |
| γενική | της | ιμπρεσιονίστριας | των | ιμπρεσιονιστριών |
| αιτιατική | την | ιμπρεσιονίστρια | τις | ιμπρεσιονίστριες |
| κλητική | ιμπρεσιονίστρια | ιμπρεσιονίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιμπρεσιονίστρια < ιμπρεσιονισ(τής) + -τρια
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ιμπρεσιονιστής
ιμπρεσιονίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.