ιλαροτραγωδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιλαροτραγωδία οι ιλαροτραγωδίες
      γενική της ιλαροτραγωδίας των ιλαροτραγωδιών
    αιτιατική την ιλαροτραγωδία τις ιλαροτραγωδίες
     κλητική ιλαροτραγωδία ιλαροτραγωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιλαροτραγωδία < ελληνιστική κοινή ἱλαροτραγωδία

Ουσιαστικό

ιλαροτραγωδία θηλυκό

  1. (θέατρο) θεατρικό είδος δράματος
  2. (μεταφορικά) συνδυασμός ευθυμίας και τραγωδίας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.