ιλαροτραγωδία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιλαροτραγωδία | οι | ιλαροτραγωδίες |
| γενική | της | ιλαροτραγωδίας | των | ιλαροτραγωδιών |
| αιτιατική | την | ιλαροτραγωδία | τις | ιλαροτραγωδίες |
| κλητική | ιλαροτραγωδία | ιλαροτραγωδίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιλαροτραγωδία < ελληνιστική κοινή ἱλαροτραγωδία
Ουσιαστικό
ιλαροτραγωδία θηλυκό
- (θέατρο) θεατρικό είδος δράματος
- (μεταφορικά) συνδυασμός ευθυμίας και τραγωδίας
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.