ικετευτικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ικετευτικά
<
ικετευτικός
+
-ά
Επίρρημα
ικετευτικά
με
ικετευτικό
τρόπο
,
ικετεύοντας
Μεταφράσεις
ικετευτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ικετευτικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ικετευτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.