self-interest
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- self-interest < self- + interest
Ουσιαστικό
self-interest (en) (μη μετρήσιμο, κακόσημο)
- το προσωπικό μου συμφέρον, το γεγονός ότι κάποιος λαμβάνει υπόψη μόνο τα δικά του συμφέροντα και ότι δεν ενδιαφέρεται για πράγματα που θα βοηθούσαν άλλους ανθρώπους
- ↪ He openly stated that he will act in his own self-interest.
- Δήλωσε απροκάλυπτα ότι θα ενεργήσει σύμφωνα με το προσωπικό του συμφέρον.
- ↪ He openly stated that he will act in his own self-interest.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.