ιδεατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδεατός η ιδεατή το ιδεατό
      γενική του ιδεατού της ιδεατής του ιδεατού
    αιτιατική τον ιδεατό την ιδεατή το ιδεατό
     κλητική ιδεατέ ιδεατή ιδεατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδεατοί οι ιδεατές τα ιδεατά
      γενική των ιδεατών των ιδεατών των ιδεατών
    αιτιατική τους ιδεατούς τις ιδεατές τα ιδεατά
     κλητική ιδεατοί ιδεατές ιδεατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιδεατός < ιδέα + -τός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική idéal)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðe.aˈtos/

Επίθετο

ιδεατός, -ή, -ό

  1. που υπάρχει μόνο ως ιδέα, μέσα στο μυαλό μας
     συνώνυμα: θεωρητικός, νοητός, φανταστικός
  2. ιδανικός, ιδεώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.