θύτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θύτης οι θύτες
      γενική του θύτη των θυτών
    αιτιατική τον θύτη τους θύτες
     κλητική θύτη θύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θύτης < (ελληνιστική κοινή) θύτης < αρχαία ελληνική θύω

Ουσιαστικό

θύτης αρσενικό (θηλυκό θύτρια)

  1. (θρησκεία) (κυριολεκτικά) αυτός που προσφέρει θυσία
  2. (μεταφορικά) αυτός που προκαλεί ζημία σε κάποιον, φέρεται βίαια ή εγκληματεί

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.