θύτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θύτρια | οι | θύτριες |
| γενική | της | θύτριας | των | θυτριών |
| αιτιατική | τη | θύτρια | τις | θύτριες |
| κλητική | θύτρια | θύτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.