θύρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θύρωμα | τα | θυρώματα |
| γενική | του | θυρώματος | των | θυρωμάτων |
| αιτιατική | το | θύρωμα | τα | θυρώματα |
| κλητική | θύρωμα | θυρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θύρωμα < αρχαία ελληνική θύρωμα < θυρόω < θύρα
Ουσιαστικό
θύρωμα ουδέτερο
Συγγενικά
- περιθύρωμα
- → δείτε τη λέξη θύρα
Μεταφράσεις
θύρωμα
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- θύρωμα < θυρόω < θύρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.