κούφωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούφωμα τα κουφώματα
      γενική του κουφώματος των κουφωμάτων
    αιτιατική το κούφωμα τα κουφώματα
     κλητική κούφωμα κουφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κούφωμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κούφωμα ουδέτερο

  1. άνοιγμα σε τοίχο που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο
  2. κατασκευή που εφαρμόζει σε άνοιγμα τοίχου και προορίζεται για να στηρίξει το μηχανισμό της πόρτας ή του παράθυρου
  3. (κατ’ επέκταση) το σύνολο πόρτας ή παραθύρου μαζί με τη βάση στην οποία θα στηριχτεί στο άνοιγμα
  4. (κατ’ επέκταση) εσοχή σε τοίχο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.