κούφωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κούφωμα | τα | κουφώματα |
| γενική | του | κουφώματος | των | κουφωμάτων |
| αιτιατική | το | κούφωμα | τα | κουφώματα |
| κλητική | κούφωμα | κουφώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κούφωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κούφωμα ουδέτερο
- άνοιγμα σε τοίχο που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο
- κατασκευή που εφαρμόζει σε άνοιγμα τοίχου και προορίζεται για να στηρίξει το μηχανισμό της πόρτας ή του παράθυρου
- (κατ’ επέκταση) το σύνολο πόρτας ή παραθύρου μαζί με τη βάση στην οποία θα στηριχτεί στο άνοιγμα
- (κατ’ επέκταση) εσοχή σε τοίχο
Μεταφράσεις
κούφωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.