περιθύρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιθύρωμα τα περιθυρώματα
      γενική του περιθυρώματος των περιθυρωμάτων
    αιτιατική το περιθύρωμα τα περιθυρώματα
     κλητική περιθύρωμα περιθυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιθύρωμα < περί + θύρωμα

Ουσιαστικό

περιθύρωμα ουδέτερο

  • (λόγιο) άλλη μορφή του θύρωμα
    Στο τμήμα αυτό, διαπιστώθηκε η ύπαρξη επιμελημένου μαρμάρινου περιθυρώματος, ιωνικού ρυθμού, όπως και τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά μέλη του χώρου. Στο μαρμάρινο τμήμα του υπέρθυρου, απαντάται συμφυές γείσο, το οποίο καλύπτει και το άνοιγμα της εισόδου. (*)

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη θύρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.