θυννώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | θυννώδης | τὸ | θυννῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | θυννώδους | τοῦ | θυννώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | θυννώδει | τῷ | θυννώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | θυννώδη | τὸ | θυννῶδες | ||
| κλητική ὦ! | θυννῶδες | θυννῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | θυννώδεις | τὰ | θυννώδη | ||
| γενική | τῶν | θυννώδων | τῶν | θυννώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | θυννώδεσῐ(ν) | τοῖς | θυννώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | θυννώδεις | τὰ | θυννώδη | ||
| κλητική ὦ! | θυννώδεις | θυννώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θυννώδει | τὼ | θυννώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θυννώδοιν | τοῖν | θυννώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θυννώδης < αρχαία ελληνική θύνν(ος) (μεγάλο ψάρι) + -ώδης. Δείτε και θύνω,(ορμώ)
Συγγενικά
- θύννειος
- θυννευτικός
- → και δείτε τη λέξη θύννος
Πηγές
- θυννώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.