ἠϊών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἠϊών αἱ ἠϊόνες
      γενική τῆς ἠϊόνος τῶν ἠϊόνων
      δοτική τῇ ἠϊόν ταῖς ἠϊόσῐ(ν)
επικός: ἠϊόνεσσι
    αιτιατική τὴν ἠϊόν τὰς ἠϊόνᾰς
     κλητική ! ἠϊών ἠϊόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἠϊόνε
γεν-δοτ τοῖν  ἠϊόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἠϊών < άγνωστης ετυμολογίας.[1]

Ουσιαστικό

ἠϊών, -όνος θηλυκό

  • δωρικός τύπος: ἀϊών
  • αττικός τύπος: ᾐών
  • αιολικός τύπος: ἀΐων

Παράγωγα

  • ἠϊόεις

Αναφορές

  1. ἠϊών σελ. 512 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.