θωριά
| Περιεχόμενα | ||
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θωριά | οι | θωριές |
| γενική | της | θωριάς | των | θωριών |
| αιτιατική | τη | θωριά | τις | θωριές |
| κλητική | θωριά | θωριές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θωριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θωριά < θεωρία < αρχαία ελληνική θεωρία (θεωρία, θέαμα) [1] Συγκρίνετε με το θεωρία.
Προφορά
- ΔΦΑ : /θoɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θω‐ριά
Ουσιαστικό
θωριά θηλυκό
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) αυτό που φαίνεται εξωτερικά, η εξωτερική εμφάνιση, το παρουσιαστικό
Εκφράσεις
- Για τις εκφράσεις, όπως στην πρώιμη νεοελληνική γλώσσα του 17ου και 18ου αιώνα, → δείτε στο μεσαιωνικό θωριά, τις σημειώσεις του λεξικογράφου Somavera.
Αναφορές
- θωριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- θωριά < θεωρία < αρχαία ελληνική θεωρία (θεωρία, θέαμα)
Ουσιαστικό
θωριά θηλυκό
Εκφράσεις
- Για την όψιμη μεσαιωνική ή πρώιμη νεοελληνική του 17ου και 18ου αιώνα, δείτε πάνω από 80 εκφράσεις στο λήμμα «Θωριά» του padre Somavera:
- σελ. 144 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
Πηγές
- θεωρία, θωριά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.