θωριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θωριά οι θωριές
      γενική της θωριάς των θωριών
    αιτιατική τη θωριά τις θωριές
     κλητική θωριά θωριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θωριά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θωριά < θεωρία < αρχαία ελληνική θεωρία (θεωρία, θέαμα) [1] Συγκρίνετε με το θεωρία.

Προφορά

ΔΦΑ : /θoɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θωριά

Ουσιαστικό

θωριά θηλυκό

Εκφράσεις

  • Για τις εκφράσεις, όπως στην πρώιμη νεοελληνική γλώσσα του 17ου και 18ου αιώνα,  δείτε στο μεσαιωνικό θωριά, τις σημειώσεις του λεξικογράφου Somavera.

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θωριά < θεωρία < αρχαία ελληνική θεωρία (θεωρία, θέαμα)

Ουσιαστικό

θωριά θηλυκό

Εκφράσεις

  • Για την όψιμη μεσαιωνική ή πρώιμη νεοελληνική του 17ου και 18ου αιώνα, δείτε πάνω από 80 εκφράσεις στο λήμμα «Θωριά» του padre Somavera:
    σελ. 144 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.