θυγατρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θυγατρικός | η | θυγατρική | το | θυγατρικό |
| γενική | του | θυγατρικού | της | θυγατρικής | του | θυγατρικού |
| αιτιατική | τον | θυγατρικό | τη | θυγατρική | το | θυγατρικό |
| κλητική | θυγατρικέ | θυγατρική | θυγατρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θυγατρικοί | οι | θυγατρικές | τα | θυγατρικά |
| γενική | των | θυγατρικών | των | θυγατρικών | των | θυγατρικών |
| αιτιατική | τους | θυγατρικούς | τις | θυγατρικές | τα | θυγατρικά |
| κλητική | θυγατρικοί | θυγατρικές | θυγατρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θυγατρικός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fille < αρχαία ελληνική θυγάτηρ + -ικός
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1858
Επίθετο
θυγατρικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την κόρη, την θυγατέρα
- που έχει δημιουργηθεί από κάποιον άλλον φορέα και διευθύνεται από αυτόν, αν και συνιστά ξεχωριστό νομικό πρόσωπο
- θυγατρική εταιρεία
- (βιολογία) ένα από τα δύο κύτταρα που προκύπτουν από τη διαδικασία διαίρεσης του μητρικού κυττάρου στην αντιγραφή του DNA
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) βλ. θυγατρική κλάση
- (βάσεις δεδομένων) βλ. θυγατρικός πίνακας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.