θυγάτηρ
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- θυγάτηρ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θυγάτηρ. Συγκρίνετε με τις μορφές όπως θυγατέρα. <
Ουσιαστικό
θυγάτηρ θηλυκό
- θεγατέρα
- θυγατέρα
- θύγατηρ
- θυγατήρ
Κλιτικοί τύποι
- θυγατερός (γενική ενικού)
- θυγατέρες (πληθυντικός)
Παράγωγα
- θυγάτριον
Σύνθετα
- βασιλιοθυγάτηρ / βασιλοθυγάτηρ
- μονοθυγάτηρ
- → δείτε και και θυγατέρα: ἀρχοντοθυγατέρα, μοναχοθυγατέρα
Πηγές
- θυγάτηρ - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| θῠγᾰτηρ- θῠγᾰτερ- θῠγᾰτρ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | θυγάτηρ | αἱ | θυγατέρες & επικό, λυρικό:θύγατρες | |
| γενική | τῆς | θυγατέρος & θυγατρός |
τῶν | θυγατέρων & ποιητικό:θυγατρῶν | |
| δοτική | τῇ | θυγατέρῐ & θυγατρῐ́ |
ταῖς | θυγατρᾰ́σῐ(ν) & επικός:θυγατέρεσσι | |
| αιτιατική | τὴν | θυγατέρᾰ | τὰς | θυγατέρᾰς | |
| κλητική ὦ! | θύγατερ | θυγατέρες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θυγατέρε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | θυγατέροιν | |||
| 3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'πατήρ' όπως «θυγάτηρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- θυγάτηρ < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *tʰúgatēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰugh₂tḗr
Παράγωγα
- θυγατριδῆ (η εγγονή, από κόρη)
- θυγατριδέος / θυγατριδοῦς (ο εγγονός, από κόρη)
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- θυγάτηρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θυγάτηρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.