θυγάτηρ

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θυγάτηρ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θυγάτηρ. Συγκρίνετε με τις μορφές όπως θυγατέρα. <

Ουσιαστικό

θυγάτηρ θηλυκό

  1. (οικογένεια) η θυγατέρα, η κόρη
  2. νέο κορίτσι, κοπέλα
  3. (μεταφορικά) πνευματικό παιδί

Κλιτικοί τύποι

  • θυγατερός (γενική ενικού)
  • θυγατέρες (πληθυντικός)

Παράγωγα

  • θυγάτριον

Σύνθετα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θῠγᾰτηρ- θῠγᾰτερ- θῠγᾰτρ-
ονομαστική θυγάτηρ αἱ θυγατέρες
& επικό, λυρικό:θύγατρες
      γενική τῆς θυγατέρος
& θυγατρός
τῶν θυγατέρων
& ποιητικό:θυγατρῶν
      δοτική τῇ θυγατέρ
& θυγατρῐ́
ταῖς θυγατρᾰ́σῐ(ν)
& επικός:θυγατέρεσσι
    αιτιατική τὴν θυγατέρ τὰς θυγατέρᾰς
     κλητική ! θύγατερ θυγατέρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυγατέρε
γεν-δοτ τοῖν  θυγατέροιν
3η κλίση, συγκοπτόμενα, Κατηγορία 'πατήρ' όπως «θυγάτηρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θυγάτηρ < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *tʰúgatēr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰugh₂tḗr

Ουσιαστικό

θυγάτηρ θηλυκό

  1. (οικογένεια) η θυγατέρα, η κόρη
  2. (και ελληνιστική σημασία ) υπηρέτρια

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.