θυγατριδέος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θυγατριδέος > θυγατριδοῦς οἱ θυγατριδέοι   > θυγατριδοῖ
      γενική τοῦ θυγατριδέου > θυγατριδοῦ τῶν θυγατριδέων > θυγατριδῶν
      δοτική τῷ θυγατριδέ   > θυγατριδ τοῖς θυγατριδέοις > θυγατριδοῖς
    αιτιατική τὸν θυγατριδέον > θυγατριδοῦν τοὺς θυγατριδέους > θυγατριδοῦς
     κλητική ! θυγατριδέε   > θυγατριδοῦ θυγατριδέοι   > θυγατριδοῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυγατριδέω   > θυγατριδώ
γεν-δοτ τοῖν  θυγατριδέοιν > θυγατριδοῖν
2η κλίση, ομάδα 'θυγατριδέος θυγατριδοῦς', Κατηγορία 'θυγατριδέος' όπως «θυγατριδέος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

θυγατριδέος αρσενικό

  • (οικογένεια) ιωνικός τύπος του θυγατριδοῦς (ασυναίρετος τύπος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.