θραψερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θραψερός | η | θραψερή | το | θραψερό |
| γενική | του | θραψερού | της | θραψερής | του | θραψερού |
| αιτιατική | τον | θραψερό | τη | θραψερή | το | θραψερό |
| κλητική | θραψερέ | θραψερή | θραψερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θραψεροί | οι | θραψερές | τα | θραψερά |
| γενική | των | θραψερών | των | θραψερών | των | θραψερών |
| αιτιατική | τους | θραψερούς | τις | θραψερές | τα | θραψερά |
| κλητική | θραψεροί | θραψερές | θραψερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.