θούλιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Tm
  • Ατομικός αριθμός : 69
  • Προηγούμενο = Er
  • Επόμενο = Yb

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

θούλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική thulium < αρχαία ελληνική Θούλη (ένα μυθικό νησί που βρίσκεται βόρεια από τη Μεγάλη Βρετανία, πιθανόν η Ισλανδία)

Ουσιαστικό

θούλιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θούλιο τα θούλια
      γενική του θουλίου
& θούλιου
των θουλίων
    αιτιατική το θούλιο τα θούλια
     κλητική θούλιο θούλια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.