θούλιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- θούλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική thulium < αρχαία ελληνική Θούλη (ένα μυθικό νησί που βρίσκεται βόρεια από τη Μεγάλη Βρετανία, πιθανόν η Ισλανδία)
Ουσιαστικό
θούλιο ουδέτερο στον ενικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θούλιο | τα | θούλια |
| γενική | του | θουλίου & θούλιου |
των | θουλίων |
| αιτιατική | το | θούλιο | τα | θούλια |
| κλητική | θούλιο | θούλια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 69 και χημικό σύμβολο το Tm
-
θούλιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.