έρβιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Er
  • Ατομικός αριθμός : 68
  • Προηγούμενο = Ho
  • Επόμενο = Tm

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

έρβιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική erbium < σουηδική Ytterby (ένα χωριό στη Σουηδία, όπου και ανακαλύφθηκε)

Ουσιαστικό

έρβιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έρβιο τα έρβια
      γενική του ερβίου
& έρβιου
των ερβίων
    αιτιατική το έρβιο τα έρβια
     κλητική έρβιο έρβια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.