υττέρβιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Yb
  • Ατομικός αριθμός : 70
  • Προηγούμενο = Tm
  • Επόμενο = Lu

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

υττέρβιο < (λόγιο δάνειο) λατινική ytterbium < σουηδική Ytterby (ένα χωριό στη Σουηδία, όπου ανακαλύφθηκε) Δείτε και τέρβιο

Ουσιαστικό

υττέρβιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υττέρβιο τα υττέρβια
      γενική του υττέρβιου των υττέρβιων
    αιτιατική το υττέρβιο τα υττέρβια
     κλητική υττέρβιο υττέρβια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.