θηλυκωτήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηλυκωτήρι τα θηλυκωτήρια
      γενική
    αιτιατική το θηλυκωτήρι τα θηλυκωτήρια
     κλητική θηλυκωτήρι θηλυκωτήρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θηλυκωτήρι < μεσαιωνική ελληνική θηλυκωτήρι < θηλυκώνω < αρχαία ελληνική θῆλυς

Ουσιαστικό

θηλυκωτήρι ουδέτερο

  1. είδος θηλιάς για το δέσιμο των υποδημάτων
  2. είδος πόρπης με πρακτικό αλλά και διακοσμητικό χαρακτήρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.