θηλυκώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- θηλυκώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
θηλυκώνω
- (μεταβατικό) ταιριάζω, τοποθετώ ένα αντικείμενο μέσα σε εσοχή άλλου
- θηλυκώνω τα κουμπιά του υποκάμισου
- (αμετάβατο) ταιριάζω, έχω ακριβώς το σχήμα που χρειάζεται για να θηλυκώσω σε άλλο αντικείμενο
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | θηλυκώνω | θηλύκωνα | θα θηλυκώνω | να θηλυκώνω | θηλυκώνοντας | |
| β' ενικ. | θηλυκώνεις | θηλύκωνες | θα θηλυκώνεις | να θηλυκώνεις | θηλύκωνε | |
| γ' ενικ. | θηλυκώνει | θηλύκωνε | θα θηλυκώνει | να θηλυκώνει | ||
| α' πληθ. | θηλυκώνουμε | θηλυκώναμε | θα θηλυκώνουμε | να θηλυκώνουμε | ||
| β' πληθ. | θηλυκώνετε | θηλυκώνατε | θα θηλυκώνετε | να θηλυκώνετε | θηλυκώνετε | |
| γ' πληθ. | θηλυκώνουν(ε) | θηλύκωναν θηλυκώναν(ε) |
θα θηλυκώνουν(ε) | να θηλυκώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | θηλύκωσα | θα θηλυκώσω | να θηλυκώσω | θηλυκώσει | ||
| β' ενικ. | θηλύκωσες | θα θηλυκώσεις | να θηλυκώσεις | θηλύκωσε | ||
| γ' ενικ. | θηλύκωσε | θα θηλυκώσει | να θηλυκώσει | |||
| α' πληθ. | θηλυκώσαμε | θα θηλυκώσουμε | να θηλυκώσουμε | |||
| β' πληθ. | θηλυκώσατε | θα θηλυκώσετε | να θηλυκώσετε | θηλυκώστε | ||
| γ' πληθ. | θηλύκωσαν θηλυκώσαν(ε) |
θα θηλυκώσουν(ε) | να θηλυκώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω θηλυκώσει | είχα θηλυκώσει | θα έχω θηλυκώσει | να έχω θηλυκώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις θηλυκώσει | είχες θηλυκώσει | θα έχεις θηλυκώσει | να έχεις θηλυκώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει θηλυκώσει | είχε θηλυκώσει | θα έχει θηλυκώσει | να έχει θηλυκώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε θηλυκώσει | είχαμε θηλυκώσει | θα έχουμε θηλυκώσει | να έχουμε θηλυκώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε θηλυκώσει | είχατε θηλυκώσει | θα έχετε θηλυκώσει | να έχετε θηλυκώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν θηλυκώσει | είχαν θηλυκώσει | θα έχουν θηλυκώσει | να έχουν θηλυκώσει |
| |
Μεταφράσεις
θηλυκώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.