θῆλυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|
| θηλυ-θηλε- | |||||||
| ονομαστική | ὁ | θῆλῠς | ἡ | θήλειᾰ | τὸ | θῆλῠ | |
| γενική | τοῦ | θήλεος | τῆς | θηλείᾱς | τοῦ | θήλεος | |
| δοτική | τῷ | θήλει | τῇ | θηλείᾳ | τῷ | θήλει | |
| αιτιατική | τὸν | θῆλῠν | τὴν | θήλειᾰν | τὸ | θῆλῠ | |
| κλητική ὦ! | θῆλῠ | θήλειᾰ | θῆλῠ | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
| ονομαστική | οἱ | θήλεις | αἱ | θήλειαι | τὰ | θήλεᾰ | |
| γενική | τῶν | θηλέων | τῶν | θηλειῶν | τῶν | θηλέων | |
| δοτική | τοῖς | θήλεσῐ(ν) | ταῖς | θηλείαις | τοῖς | θήλεσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τοὺς | θήλεις | τὰς | θηλείᾱς | τὰ | θήλεᾰ | |
| κλητική ὦ! | θήλεις | θήλειαι | θήλεᾰ | ||||
| δυϊκός | |||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θήλεε - θήλει | τὼ | θηλείᾱ | τὼ | θήλεε - θήλει | |
| γεν-δοτ | τοῖν | θηλέοιν | τοῖν | θηλείαιν | τοῖν | θηλέοιν | |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «θῆλυς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | |||||||
Ετυμολογία
- θῆλυς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeh₁(y)-
Επίθετο
θῆλυς
- θηλυκός
- γυναικείος
- (για φυτά) που παράγει καρπό
- γόνιμος
- (μεταφορικά) (για πρόσωπα ή πράγματα) μαλακός, αδύνατος, τρυφερός
- (πυθαγόρειοι) ζυγός (αριθμός)
Αντώνυμα
Κλιτικοί τύποι
Διαλεκτικοί κλιτικοί τύποι:
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- θῆλυς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θῆλυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.