θεωρημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεωρημένος η θεωρημένη το θεωρημένο
      γενική του θεωρημένου της θεωρημένης του θεωρημένου
    αιτιατική τον θεωρημένο τη θεωρημένη το θεωρημένο
     κλητική θεωρημένε θεωρημένη θεωρημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεωρημένοι οι θεωρημένες τα θεωρημένα
      γενική των θεωρημένων των θεωρημένων των θεωρημένων
    αιτιατική τους θεωρημένους τις θεωρημένες τα θεωρημένα
     κλητική θεωρημένοι θεωρημένες θεωρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.o.ɾiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεωρημένος

Μετοχή

θεωρημένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.