θερμοκηπιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμοκηπιακός η θερμοκηπιακή το θερμοκηπιακό
      γενική του θερμοκηπιακού της θερμοκηπιακής του θερμοκηπιακού
    αιτιατική τον θερμοκηπιακό τη θερμοκηπιακή το θερμοκηπιακό
     κλητική θερμοκηπιακέ θερμοκηπιακή θερμοκηπιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμοκηπιακοί οι θερμοκηπιακές τα θερμοκηπιακά
      γενική των θερμοκηπιακών των θερμοκηπιακών των θερμοκηπιακών
    αιτιατική τους θερμοκηπιακούς τις θερμοκηπιακές τα θερμοκηπιακά
     κλητική θερμοκηπιακοί θερμοκηπιακές θερμοκηπιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θερμοκηπιακός < θερμοκήπιο + -ακός

Επίθετο

θερμοκηπιακός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.