θεομπαίχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεομπαίχτης | οι | θεομπαίχτες |
| γενική | του | θεομπαίχτη | των | θεομπαιχτών |
| αιτιατική | τον | θεομπαίχτη | τους | θεομπαίχτες |
| κλητική | θεομπαίχτη | θεομπαίχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεομπαίχτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
θεομπαίχτης αρσενικό
- αυτός που δεν σέβεται, που εμπαίζει το Θεό και, γενικότερα, τα θεία
- (ειδικότερα) ο απατεώνας
- (μειωτικό) ο αλλόθρησκος και ο άθεος
Μεταφράσεις
θεομπαίχτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.