θεομπαίχτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεομπαίχτης οι θεομπαίχτες
      γενική του θεομπαίχτη των θεομπαιχτών
    αιτιατική τον θεομπαίχτη τους θεομπαίχτες
     κλητική θεομπαίχτη θεομπαίχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεομπαίχτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

θεομπαίχτης αρσενικό

  1. αυτός που δεν σέβεται, που εμπαίζει το Θεό και, γενικότερα, τα θεία
  2. (ειδικότερα) ο απατεώνας
  3. (μειωτικό) ο αλλόθρησκος και ο άθεος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.