θεοκράτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεοκράτης | οι | θεοκράτες |
| γενική | του | θεοκράτη | των | θεοκρατών |
| αιτιατική | τον | θεοκράτη | τους | θεοκράτες |
| κλητική | θεοκράτη | θεοκράτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεοκράτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική théocrate[1] < ελληνιστική κοινή θεοκρατία < αρχαία ελληνική θεός + κρατέω
Ουσιαστικό
θεοκράτης αρσενικό
- οπαδός θεοκρατικού καθεστώτος / θεοκρατίας ή άτομο που ασκεί εξουσία σε τέτοιο καθεστώς
Αναφορές
- θεοκράτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.