θεοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεοκρατία | οι | θεοκρατίες |
| γενική | της | θεοκρατίας | των | θεοκρατιών |
| αιτιατική | τη | θεοκρατία | τις | θεοκρατίες |
| κλητική | θεοκρατία | θεοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θεοκρατία < ελληνιστική κοινή θεοκρατία < αρχαία ελληνική θεός + κρατέω / κρατῶ
Ουσιαστικό
θεοκρατία θηλυκό
- (πολιτική) το πολιτικό σύστημα στο οποίο την εξουσία ασκεί η θρησκευτική ηγεσία ως εκπρόσωπος του Θεού και η κοσμική νομοθεσία υποκαθίσταται από την θρησκευτική
Συγγενικά
- θεοκράτης
- θεοκρατικά
- θεοκρατικός
- → δείτε τις λέξεις θεός και κράτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.