θεμιστοπόλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η θεμιστοπόλος οι θεμιστοπόλοι
      γενική του/της θεμιστοπόλου των θεμιστοπόλων
    αιτιατική τον/τη θεμιστοπόλο τους/τις θεμιστοπόλους
     κλητική θεμιστοπόλε θεμιστοπόλοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεμιστοπόλος < ελληνιστική κοινή θεμιστοπόλος < αρχαία ελληνική θέμις + -πόλος

Ουσιαστικό

θεμιστοπόλος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.