θεματοφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεματοφύλακας οι θεματοφύλακες
      γενική του θεματοφύλακα των θεματοφυλάκων
    αιτιατική τον θεματοφύλακα τους θεματοφύλακες
     κλητική θεματοφύλακα θεματοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεματοφύλακας < θέμα + -ο- + -φύλακας

Ουσιαστικό

θεματοφύλακας αρσενικό

  1. που προασπίζεται την ύπαρξη και τη συνέχεια ενός πράγματος, ο υπερασπιστής
    ο θεματοφύλακας των λαϊκών παραδόσεων
  2. (νεολογισμός, οικονομία) πρόσωπο το οποίο έχει αναλάβει, κατόπιν συμφωνίας, τη φύλαξη ενός κινητού πράγματος και έχει την υποχρέωση επιστροφής του μετά από δήλωση του αντισυμβαλλομένου (του παρακαταθέτη), ο οποίος του το παρέδωσε, που παρέχει υπηρεσίες θεματοφυλακής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.