θεματοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θεματοφύλακας | οι | θεματοφύλακες |
| γενική | του | θεματοφύλακα | των | θεματοφυλάκων |
| αιτιατική | τον | θεματοφύλακα | τους | θεματοφύλακες |
| κλητική | θεματοφύλακα | θεματοφύλακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θεματοφύλακας αρσενικό
- που προασπίζεται την ύπαρξη και τη συνέχεια ενός πράγματος, ο υπερασπιστής
- ο θεματοφύλακας των λαϊκών παραδόσεων
- (νεολογισμός, οικονομία) πρόσωπο το οποίο έχει αναλάβει, κατόπιν συμφωνίας, τη φύλαξη ενός κινητού πράγματος και έχει την υποχρέωση επιστροφής του μετά από δήλωση του αντισυμβαλλομένου (του παρακαταθέτη), ο οποίος του το παρέδωσε, που παρέχει υπηρεσίες θεματοφυλακής
Συγγενικά
- θεματοφυλακή
- → δείτε τις λέξεις θέμα και φυλάττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.