θεματοφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θεματοφυλακή | οι | θεματοφυλακές |
| γενική | της | θεματοφυλακής | των | θεματοφυλακών |
| αιτιατική | τη | θεματοφυλακή | τις | θεματοφυλακές |
| κλητική | θεματοφυλακή | θεματοφυλακές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θεματοφυλακή θηλυκό
- (νεολογισμός) (οικονομία) υπηρεσία φύλαξης τίτλων ή άλλων κινητών ή άυλων οικονομικών αποκτημάτων
Συγγενικά
- θεματοφύλακας
- → δείτε τις λέξεις θέμα και φυλάττω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.