θεματοφυλακή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεματοφυλακή οι θεματοφυλακές
      γενική της θεματοφυλακής των θεματοφυλακών
    αιτιατική τη θεματοφυλακή τις θεματοφυλακές
     κλητική θεματοφυλακή θεματοφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεματοφυλακή < θέμα + -ο- + φυλάσσω + ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική custody service)

Ουσιαστικό

θεματοφυλακή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.