θελξι-
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- θελξι- < θέλγω
Πρόθημα
θελξι-
- α’ συνθετικό λέξεων που δηλώνουν ότι το β’ συνθετικό μάς θέλγει, μας γοητεύει, μας ευχαριστεί
- θελξιεπής, θελξίμβροτος, θελξιμελής, θελξίνοος, θελξίπικρος
- πβ. νέα ελληνική: θελξικάρδιος
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα θελξι- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις θελξι- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.