θαμπωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θαμπωμένος | η | θαμπωμένη | το | θαμπωμένο |
| γενική | του | θαμπωμένου | της | θαμπωμένης | του | θαμπωμένου |
| αιτιατική | τον | θαμπωμένο | τη | θαμπωμένη | το | θαμπωμένο |
| κλητική | θαμπωμένε | θαμπωμένη | θαμπωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θαμπωμένοι | οι | θαμπωμένες | τα | θαμπωμένα |
| γενική | των | θαμπωμένων | των | θαμπωμένων | των | θαμπωμένων |
| αιτιατική | τους | θαμπωμένους | τις | θαμπωμένες | τα | θαμπωμένα |
| κλητική | θαμπωμένοι | θαμπωμένες | θαμπωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θαμπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θαμπώνω
Μεταφράσεις
θαμπωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.