εντυπωσιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντυπωσιασμένος | η | εντυπωσιασμένη | το | εντυπωσιασμένο |
| γενική | του | εντυπωσιασμένου | της | εντυπωσιασμένης | του | εντυπωσιασμένου |
| αιτιατική | τον | εντυπωσιασμένο | την | εντυπωσιασμένη | το | εντυπωσιασμένο |
| κλητική | εντυπωσιασμένε | εντυπωσιασμένη | εντυπωσιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντυπωσιασμένοι | οι | εντυπωσιασμένες | τα | εντυπωσιασμένα |
| γενική | των | εντυπωσιασμένων | των | εντυπωσιασμένων | των | εντυπωσιασμένων |
| αιτιατική | τους | εντυπωσιασμένους | τις | εντυπωσιασμένες | τα | εντυπωσιασμένα |
| κλητική | εντυπωσιασμένοι | εντυπωσιασμένες | εντυπωσιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εντυπωσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εντυπωσιάζω
Μεταφράσεις
εντυπωσιασμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.