θαμβωτικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
θαμβωτικών
- γενική πληθυντικού του θαμβωτικός
- γενική πληθυντικού του θαμβωτική
- γενική πληθυντικού του θαμβωτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.