θέλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θέλημα | τα | θελήματα |
| γενική | του | θελήματος | των | θελημάτων |
| αιτιατική | το | θέλημα | τα | θελήματα |
| κλητική | θέλημα | θελήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θέλημα < αρχαία ελληνική θέλημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθe.li.ma/
Ουσιαστικό
θέλημα ουδέτερο
- η βούληση, ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με το θεό
- ήτανε θέλημα θεού η Ντόλυ να τον μπλέξει
- γεννηθήτω το θέλημά σου
- μικρή εργασία ή αποστολή που εκτελείται για λογαριασμό άλλου
- ο παππούς τον έστελνε για θελήματα και όταν γύριζε τον φίλευε λουκούμι
- εργασία που εκτελεί ο παραγγελιοδόχος με αμοιβή (χρηματική ή σε είδος)
- στο χωριό είχαμε παραγγελιοδόχο για τα θελήματα, στις μέρες μας υπάρχουν εξειδικευμένες εταιρείες
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.