errand
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
errand (en)
- εκδούλευση, εξυπηρέτηση, θέλημα, μικροθέλημα, μικροδουλειά, κάτι που πρέπει να κάνω εκτος σπιτιού ή χώρου εργασίας, μια δουλειά, δουλίτσα
- I must go now. I have an errand to run. - Πρέπει να φύγω τώρα. Έχω μια δουλειά να κάνω.
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.