ηχηροποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηχηροποιημένος η ηχηροποιημένη το ηχηροποιημένο
      γενική του ηχηροποιημένου της ηχηροποιημένης του ηχηροποιημένου
    αιτιατική τον ηχηροποιημένο την ηχηροποιημένη το ηχηροποιημένο
     κλητική ηχηροποιημένε ηχηροποιημένη ηχηροποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηχηροποιημένοι οι ηχηροποιημένες τα ηχηροποιημένα
      γενική των ηχηροποιημένων των ηχηροποιημένων των ηχηροποιημένων
    αιτιατική τους ηχηροποιημένους τις ηχηροποιημένες τα ηχηροποιημένα
     κλητική ηχηροποιημένοι ηχηροποιημένες ηχηροποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηχηροποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ηχηροποιώ

Προφορά

ΔΦΑ : /i.çi.ɾo.pi.iˈme.nos/

Μετοχή

ηχηροποιημένος, -η, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.