ηχηροποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ηχηροποιώ < ηχηροποίηση (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.çi.ɾo.piˈo/
Ρήμα
ηχηροποιώ χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή, παθ.φωνή: ηχηροποιούμαι, π.αόρ.: ηχηροποιήθηκα, μτχ.π.π.: ηχηροποιημένος
- (γλωσσολογία, φωνητική) τρέπω ένα άηχο σύμφωνο στο αντίστοιχό του ηχηρό
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ηχηροποιώ | ηχηροποιούσα | θα ηχηροποιώ | να ηχηροποιώ | ηχηροποιώντας | |
| β' ενικ. | ηχηροποιείς | ηχηροποιούσες | θα ηχηροποιείς | να ηχηροποιείς | ||
| γ' ενικ. | ηχηροποιεί | ηχηροποιούσε | θα ηχηροποιεί | να ηχηροποιεί | ||
| α' πληθ. | ηχηροποιούμε | ηχηροποιούσαμε | θα ηχηροποιούμε | να ηχηροποιούμε | ||
| β' πληθ. | ηχηροποιείτε | ηχηροποιούσατε | θα ηχηροποιείτε | να ηχηροποιείτε | ηχηροποιείτε | |
| γ' πληθ. | ηχηροποιούν(ε) | ηχηροποιούσαν(ε) | θα ηχηροποιούν(ε) | να ηχηροποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ηχηροποίησα | θα ηχηροποιήσω | να ηχηροποιήσω | ηχηροποιήσει | ||
| β' ενικ. | ηχηροποίησες | θα ηχηροποιήσεις | να ηχηροποιήσεις | ηχηροποίησε | ||
| γ' ενικ. | ηχηροποίησε | θα ηχηροποιήσει | να ηχηροποιήσει | |||
| α' πληθ. | ηχηροποιήσαμε | θα ηχηροποιήσουμε | να ηχηροποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | ηχηροποιήσατε | θα ηχηροποιήσετε | να ηχηροποιήσετε | ηχηροποιήστε | ||
| γ' πληθ. | ηχηροποίησαν ηχηροποιήσαν(ε) |
θα ηχηροποιήσουν(ε) | να ηχηροποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ηχηροποιήσει | είχα ηχηροποιήσει | θα έχω ηχηροποιήσει | να έχω ηχηροποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ηχηροποιήσει | είχες ηχηροποιήσει | θα έχεις ηχηροποιήσει | να έχεις ηχηροποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ηχηροποιήσει | είχε ηχηροποιήσει | θα έχει ηχηροποιήσει | να έχει ηχηροποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ηχηροποιήσει | είχαμε ηχηροποιήσει | θα έχουμε ηχηροποιήσει | να έχουμε ηχηροποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ηχηροποιήσει | είχατε ηχηροποιήσει | θα έχετε ηχηροποιήσει | να έχετε ηχηροποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ηχηροποιήσει | είχαν ηχηροποιήσει | θα έχουν ηχηροποιήσει | να έχουν ηχηροποιήσει |
| |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.