ηχηροποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ηχηροποιώ < ηχηροποίηση (αναδρομικός σχηματισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.çi.ɾo.piˈo/

Ρήμα

ηχηροποιώ χρησιμοποιείται στην παθητική φωνή, παθ.φωνή: ηχηροποιούμαι, π.αόρ.: ηχηροποιήθηκα, μτχ.π.π.: ηχηροποιημένος

Συγγενικά

Κλίση

  • Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.