ανατάραξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατάραξη οι αναταράξεις
      γενική της ανατάραξης* των αναταράξεων
    αιτιατική την ανατάραξη τις αναταράξεις
     κλητική ανατάραξη αναταράξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναταράξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανατάραξη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ανατάραξη θηλυκό

  1. η ενέργεια του αναταράσσω
  2. το αποτέλεσμα του αναταράσσω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.