ηλιοτυπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιοτυπία οι ηλιοτυπίες
      γενική της ηλιοτυπίας των ηλιοτυπιών
    αιτιατική την ηλιοτυπία τις ηλιοτυπίες
     κλητική ηλιοτυπία ηλιοτυπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλιοτυπία < ήλιος + -ο- + -τυπία

Ουσιαστικό

ηλιοτυπία θηλυκό

  1. (τυπογραφία) μέθοδος εκτύπωσης με το άπλωμα ειδικού υλικού σε λιθογραφική πλάκα και έκθεση στον ήλιο
  2. (τυπογραφία) (κατ’ επέκταση) πρόχειρη εκτύπωση για τελική έγκριση πριν την παραγωγή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.