ηλιογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιογραφία οι ηλιογραφίες
      γενική της ηλιογραφίας των ηλιογραφιών
    αιτιατική την ηλιογραφία τις ηλιογραφίες
     κλητική ηλιογραφία ηλιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλιογραφία < ηλιογράφος, μορφολογικά αναλύεται ήλιο(ς) + -γραφία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ηλιογραφία θηλυκό

  1. η περιγραφή του ήλιου
  2. η ηλιοτυπία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.