άπλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άπλωμα τα απλώματα
      γενική του απλώματος των απλωμάτων
    αιτιατική το άπλωμα τα απλώματα
     κλητική άπλωμα απλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άπλωμα ρούχων.

Ετυμολογία

άπλωμα < (ελληνιστική κοινή) ἅπλωμα < αρχαία ελληνική ἁπλόω < ἁπλοῦς

Ουσιαστικό

άπλωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απλώνω
  2. (ειδικότερα) ξεδίπλωμα, τέντωμα, έκθεση και γενικότερα κρέμασμα ρούχων για στέγνωμα
  3. (λογοτεχνικό) ανοιχτός χώρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.