λιθογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιθογραφικός η λιθογραφική το λιθογραφικό
      γενική του λιθογραφικού της λιθογραφικής του λιθογραφικού
    αιτιατική τον λιθογραφικό τη λιθογραφική το λιθογραφικό
     κλητική λιθογραφικέ λιθογραφική λιθογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιθογραφικοί οι λιθογραφικές τα λιθογραφικά
      γενική των λιθογραφικών των λιθογραφικών των λιθογραφικών
    αιτιατική τους λιθογραφικούς τις λιθογραφικές τα λιθογραφικά
     κλητική λιθογραφικοί λιθογραφικές λιθογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιθογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithographique < lithographie < αρχαία ελληνική λίθος + γράφω < lithograph(ie)

Επίθετο

λιθογραφικός

  1. που έχει σχέση με τη λιθογραφία
  2. που έχει δημιουργηθεί με τη χρήση λιθογραφίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.