λιθογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιθογραφικός | η | λιθογραφική | το | λιθογραφικό |
| γενική | του | λιθογραφικού | της | λιθογραφικής | του | λιθογραφικού |
| αιτιατική | τον | λιθογραφικό | τη | λιθογραφική | το | λιθογραφικό |
| κλητική | λιθογραφικέ | λιθογραφική | λιθογραφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιθογραφικοί | οι | λιθογραφικές | τα | λιθογραφικά |
| γενική | των | λιθογραφικών | των | λιθογραφικών | των | λιθογραφικών |
| αιτιατική | τους | λιθογραφικούς | τις | λιθογραφικές | τα | λιθογραφικά |
| κλητική | λιθογραφικοί | λιθογραφικές | λιθογραφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιθογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lithographique < lithographie < αρχαία ελληνική λίθος + γράφω < lithograph(ie)
Μεταφράσεις
λιθογραφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.