ηλιοπληξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηλιοπληξία | οι | ηλιοπληξίες |
| γενική | της | ηλιοπληξίας | των | ηλιοπληξιών |
| αιτιατική | την | ηλιοπληξία | τις | ηλιοπληξίες |
| κλητική | ηλιοπληξία | ηλιοπληξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηλιοπληξία < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coup de soleil, αναλύεται σε: ηλιο- + -πληξία (< ήλιος + πλήττω)
Ουσιαστικό
ηλιοπληξία θηλυκό
- (παρωχημένο, λόγιο, ιατρική) η βλάβη που προκαλείται από την υπερβολική έκθεση στις ακτίνες του ήλιου ή την ηλιακή θερμότητα (σειρίασις)· η ηλίαση
Συνώνυμα
- λιβάκωμα (ιδιωματικό)
Συγγενικά
Πηγές
- Γεώργιος Δ. Ζηκίδης, Λεξικόν ορθογραφικόν, 4η βελτιωμένη έκδοση (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 1926), σ. 514.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.