ηλίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλίαση οι ηλιάσεις
      γενική της ηλίασης* των ηλιάσεων
    αιτιατική την ηλίαση τις ηλιάσεις
     κλητική ηλίαση ηλιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλίαση < (ελληνιστική κοινή) ἡλίασις

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈli.as.i/

Ουσιαστικό

ηλίαση θηλυκό

  • η παθολογική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο οργανισμός μετά από παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.