ηλεκτροκαυτηρίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλεκτροκαυτηρίαση οι ηλεκτροκαυτηριάσεις
      γενική της ηλεκτροκαυτηρίασης* των ηλεκτροκαυτηριάσεων
    αιτιατική την ηλεκτροκαυτηρίαση τις ηλεκτροκαυτηριάσεις
     κλητική ηλεκτροκαυτηρίαση ηλεκτροκαυτηριάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηλεκτροκαυτηριάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλεκτροκαυτηρίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική electrocauterization[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική électrocautérisation < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον + καυτηριάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.lek.tɾo.kaf.tiˈɾi.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλεκτροκαυτηρίαση

Ουσιαστικό

ηλεκτροκαυτηρίαση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ηλεκτροκαυτηρίαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.