ηλεκτρεγερτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ηλεκτρεγερτικός | η | ηλεκτρεγερτική | το | ηλεκτρεγερτικό |
| γενική | του | ηλεκτρεγερτικού | της | ηλεκτρεγερτικής | του | ηλεκτρεγερτικού |
| αιτιατική | τον | ηλεκτρεγερτικό | την | ηλεκτρεγερτική | το | ηλεκτρεγερτικό |
| κλητική | ηλεκτρεγερτικέ | ηλεκτρεγερτική | ηλεκτρεγερτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ηλεκτρεγερτικοί | οι | ηλεκτρεγερτικές | τα | ηλεκτρεγερτικά |
| γενική | των | ηλεκτρεγερτικών | των | ηλεκτρεγερτικών | των | ηλεκτρεγερτικών |
| αιτιατική | τους | ηλεκτρεγερτικούς | τις | ηλεκτρεγερτικές | τα | ηλεκτρεγερτικά |
| κλητική | ηλεκτρεγερτικοί | ηλεκτρεγερτικές | ηλεκτρεγερτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ηλεκτρεγερτικός < ηλεκτρ- + εγερτικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική excitateur électrique[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.lek.tɾe.ʝeɾ.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λεκ‐τρε‐γερ‐τι‐κός
Πολυλεκτικοί όροι
- ηλεκτρεργετική δύναμη: ηλεκτρική τάση ηλεκτρικής πηγής αν είχε αμελητέα εσωτερική αντίσταση
Αναφορές
- ηλεκτρεγερτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.