ηλεκτρεγερτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλεκτρεγερτικός η ηλεκτρεγερτική το ηλεκτρεγερτικό
      γενική του ηλεκτρεγερτικού της ηλεκτρεγερτικής του ηλεκτρεγερτικού
    αιτιατική τον ηλεκτρεγερτικό την ηλεκτρεγερτική το ηλεκτρεγερτικό
     κλητική ηλεκτρεγερτικέ ηλεκτρεγερτική ηλεκτρεγερτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτρεγερτικοί οι ηλεκτρεγερτικές τα ηλεκτρεγερτικά
      γενική των ηλεκτρεγερτικών των ηλεκτρεγερτικών των ηλεκτρεγερτικών
    αιτιατική τους ηλεκτρεγερτικούς τις ηλεκτρεγερτικές τα ηλεκτρεγερτικά
     κλητική ηλεκτρεγερτικοί ηλεκτρεγερτικές ηλεκτρεγερτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ηλεκτρεγερτικός < ηλεκτρ- + εγερτικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική excitateur électrique[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.lek.tɾe.ʝeɾ.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλεκτρεγερτικός

Επίθετο

ηλεκτρεγερτικός, -ή, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

  • ηλεκτρεργετική δύναμη: ηλεκτρική τάση ηλεκτρικής πηγής αν είχε αμελητέα εσωτερική αντίσταση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.