εγερτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγερτικός η εγερτική το εγερτικό
      γενική του εγερτικού της εγερτικής του εγερτικού
    αιτιατική τον εγερτικό την εγερτική το εγερτικό
     κλητική εγερτικέ εγερτική εγερτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγερτικοί οι εγερτικές τα εγερτικά
      γενική των εγερτικών των εγερτικών των εγερτικών
    αιτιατική τους εγερτικούς τις εγερτικές τα εγερτικά
     κλητική εγερτικοί εγερτικές εγερτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

  1. (ιατρική) της εγρήγορσης
  2. που σε διεγείρει, ξυπνά ή σηκώνει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.