ζωοτροφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοτροφία οι ζωοτροφίες
      γενική της ζωοτροφίας των ζωοτροφιών
    αιτιατική τη ζωοτροφία τις ζωοτροφίες
     κλητική ζωοτροφία ζωοτροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωοτροφία < αρχαία ελληνική ζῳοτροφία

Ουσιαστικό

ζωοτροφία θηλυκό

  1. η τροφή που είναι απαραίτητη για τη ζωή του ανθρώπου
     συνώνυμα: (παρωχημένο) ζωοτροφή
  2. η τροφή για το τάισμα των ζώων, για την εκτροφή τους
     συνώνυμα: ζωοτροφή, ζωοτροφές
  3. η εκτροφή ζώων
     συνώνυμα: κτηνοτροφία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.